«Η Κρήτη δεν θέλει
νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη». Τα λόγια του Καζαντζάκη για την Κρήτη
ταιριάζουν απόλυτα στην περίπτωση του Αρίστου, του κεντρικού ήρωα της νουβέλας.
Τι είναι, λοιπόν, ο Αρίστος; Ένας
κακομαθημένος νέος, συναισθηματικά ανώριμος, που με την πρώτη αναποδιά (η φυγή
της Γκίζελα) το βάζει στα πόδια. Ένα παιδί μεγαλωμένο μέσα στα βιβλία και στους
δασκάλους, με μια μάνα δεσποτική και χειριστική που επιδίωκε το καλύτερο για
τον κανακάρη μοναχογιό της. Ο πρώτος καιρός στην Κρήτη κύλησε με πολλές
δυσκολίες, μιας και η ανώμαλη προσγείωση από το Μόναχο στη Ηράκλειο δεν είναι
και η πιο εύκολη υπόθεση για τύπους σαν τον Αρίστο που δεν ήταν μαθημένος ούτε
στους χορούς ούτε στις ρακές.
Η ζωή του κεντρικού ήρωα ανέκαθεν
προσδιοριζόταν από μια γυναίκα. Πρώτα η κυρία Εριέττα (η μητέρα του, ο πατέρας
μια σκιώδης παρουσία), η σταθερή αξία η γιαγιά του, στη Γερμανία η Γκίζελα
(υποκατάστατο της μητρικής απουσίας) και τώρα στην Κρήτη η Μαρία, ένα παράξενο κορίτσι που
σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα, με όνειρα και φιλοδοξίες που παραμένουν ισχυρές
μέσα στο αφιλόξενο περιβάλλον της Κρήτης.
Ο Αρίστος –ο αναμενόμενος «πρίγκιπας», που επιζητά αποδοχή και επιβεβαίωση του
ανδρισμού του, είναι πρώτης τάξεως γαμπρός και σχετικά εύκολα πέφτει στα δίχτυα
της Μαρίας, που αποδεικνύεται το ίδιο χειριστική με τη μάνα του. Ένα «αρκαδικό»
ειδύλλιο αναπτύσσεται στη ρίζα μιας ελιάς και από και πέρα όλα παίρνουν τον
προδιαγεγραμμένο αλλά και γεμάτο ανατροπές δρόμο τους.
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ’δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες, μου λέει –γεννήθηκε η ευσπλαχνία.»
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες
και δε θα ’χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό. (Τάσος Λειβαδίτης)
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ’δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες, μου λέει –γεννήθηκε η ευσπλαχνία.»
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες
και δε θα ’χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό. (Τάσος Λειβαδίτης)
Η Μαθιουδάκη μάς συστήνεται με
ένα κείμενο που θέτει στον πυρήνα του προβληματισμού μας το μέγα θέμα της
«αγίας» ελληνικής οικογένειας. Ο Αρίστος τελικά μακριά
από την οικογένειά του θα ανακαλύψει την
ταυτότητά του και θα ωριμάσει συναισθηματικά, από τη στιγμή που θα
αναλάβει την
ευθύνη να σηκώσει στις πλάτες του ένα βαρύ «φορτίο», που οι υπόλοιποι το
εγκαταλείπουν στην τύχη του. Ο Αρίστος ενηλικιώνεται μέσω της
ευσπλαχνίας και της άδολης αγάπης για τον Άλλον. Μονάχα έτσι θα αγαπήσει
και τον ίδιο του τον εαυτό: Αγαπάμε αληθινά μόνο όταν αγαπάμε χωρίς λόγο (Ανατόλ Φρανς).
Περαιτέρω στο κείμενο
επιχειρείται μιας ιδιαίτερης μορφής ελληνογερμανική συμφιλίωση σε επίπεδο
αξιών.
Η συγγραφέας διατηρεί σε μεσαία κλίμακα τη θερμοκρασία του
κειμένου (χαμηλόφωνο κείμενο που δεν κραυγάζει), όπως ταιριάζει στην ιστορία
και στο ήθος των ηρώων της. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα και κρατά σε εγρήγορση
τον αναγνώστη. Ο λόγος καλοδουλεμένος και οι χαρακτήρες
στιβαροί.
Η Μαθιουδάκη με το πρωτόλειό της δημιουργεί
σίγουρα θετικές προσδοκίες για μια ενδιαφέρουσα συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου