Αντώνης Νικολής,
Ο θάνατος του μισθοφόρου
Μυθιστόρημα
Εκδ. Τό Ροδακιό
Στο προηγούμενο βιβλίο του, Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (εκδ. Το
Ροδακιό) ο Αντώνης Νικολής –καλύτερα, ο ήρωας και αφηγητής Μιχάλης–
διαπιστώνει: «Υπάρχει κάτι στην Εγγύς Ανατολή, σκέφτομαι καμιά φορά, δεν
αποκλείεται η κούραση από τις χιλιετίες της κατοίκησης στα ίδια μέρη,
τόποι και πόλεις οι ίδιες, άλλοτε σε ακμή, άλλοτε σε μαρασμό, υπάρχει
κάτι εδωπέρα που βαριέται αφόρητα το περιττό, που χαρίζει υψηλή
αισθητική αξία σ’ ό,τι εξοικονομεί το ελάχιστο αναγκαίο. Φέρε αυτό που
φτιάχνεις, να γίνει τόσο όσο ακριβώς το χρειάζεσαι. Μικρό ή μεγάλο όσο η
χρεία του. Τότε θα είναι και αδιαφιλονίκητα όμορφο» (σελ. 34). Έχοντας
αποκομίσει εξαιρετικά επαινετικές κριτικές για τα δύο πρώτα βιβλία αυτής
της «τριλογίας», επανέρχεται έπειτα από δύο ακριβώς χρόνια, με ένα
καινούργιο μυθιστόρημα, ουσιαστικά προέκταση του προηγούμενου, λες και
έπρεπε να βρει ο ίδιος την κάθαρση για λογαριασμό των ηρώων του.
Ο Μιχάλης της νουβέλας και ο Ηλίας του
πρόσφατου μυθιστορήματος αποτελούν ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο. Μεσήλικες
κι οι δύο αναζητούν αλλά και διεκδικούν την ταυτότητά τους, σεξουαλική
και όχι μόνο. Εξοικειωμένος με την χωροταξία του νησιού του, ο Ηλίας,
ένας άντρας σαράντα πέντε χρόνων, μέσου αναστήματος, μελαχρινός,
γυμνασμένος, εργένης εκ πεποιθήσεως, φιλόλογος σε Γυμνάσιο και
αμφισεξουαλικός, όπως δηλώνει ο ίδιος, με δυο αδέλφια και γονείς που τον
νοιάζονται, γνωρίζει στο γυμναστήριο που συχνάζει τον Γιούρι, έναν
Ρωσικής καταγωγής, ένστολο επταετούς θητείας που υπηρετεί στην Κω. Ο
νεαρός –επιτομή αρρενωπότητας– με την περικνημίδα τατουάζ στη γάμπα
γίνεται η αφορμή για να αφυπνιστούν οι αισθήσεις του Ηλία. Ο μύθος
γραμμικά οδηγεί στην κορυφαία στιγμή, όπως άλλωστε και ο τίτλος
προσημαίνει. Γιατί σημασία δεν έχει τόσο ο εξ αμελείας φόνος του νεαρού
μισθοφόρου, όσο τα πριν και τα μετά. Κι εδώ ο Αντώνης Νικολής πλέκει με
δεξιοτεχνία τον μύθο του.
Κως - Αθήνα (Κυψέλη) - Κρήτη (Ρέθυμνο)
το δρομολόγιο του Ηλία και, τέλος, Κως, η κάθαρση, το απονενοημένο
διάβημα, το αντάμωμα με τον Γιούρι. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται όχι τόσο
στην πραγματικότητα που βιώνουν τα πρόσωπα όσο στην άλλη, την ονειρική,
τη φασματική κατάσταση στην οποία διαρκώς μπαινοβγαίνει με άνεση ο
Ηλίας από τότε που γνώρισε τον νεαρό, μια παραμυθητική διαφυγή, μια
ενοχική προβολή. «Αλλά το μυαλό του, έξω από το σώμα του, απέναντί του,
δίχως να τον ρωτάει, με ψυχρή συγκατάβαση διεκπεραίωνε τις εκκρεμότητες»
(σελ. 141).
Ο Νικολής κουβαλώντας στη συγγραφική
εργαλειοθήκη του όλα εκείνα τα κατακτημένα από τα προηγούμενα βιβλία του
σύνεργα, καταπιάνεται με το θέμα του πρωτεϊκού έρωτα με τρόπο
δεξιοτεχνικό, που μου θύμισε τον Γεράσιμο Δενδρινό στην καλύτερή του
στιγμή, τον Άλκη (Μεταίχμιο, 2003). Αν κοιτάξει κανείς με
προσοχή, στο πάνω ράφι θα βρει την καλοδουλεμένη γλώσσα (αν και
φιλολογίζουσα σε ορισμένα σημεία), χωρίς εξάρσεις και εύκολους
μελοδραματισμούς, αλλά στακάτη και ακονισμένη για να μην στομώνει στις
σκληρές επιφάνειες. Μια γλώσσα γεμάτη μουσικότητα και ρυθμό που βγαίνει
από το σώμα και τις κινήσεις του, «… να στερεώσει μέσα του τον τόπο και
την ώρα» (σελ. 234).
Στο δεύτερο ο ράφι, η αστυνομικού τύπου
πλοκή, όπου τα στοιχεία αποκαλύπτονται σταδιακά, για να κρατιέται
αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρά τις προσημάνσεις που σαν
πετραδάκια στα μονοπάτια είναι διάσπαρτες στο δάσος της αφηγημένου
μύθου.
Στο τρίτο ράφι, η στοχαστική διάθεση
που μετρημένα συναντάς: «Η εντελώς σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία, όπως
και σε πολλά άλλα παρέμενε πεισματικά υποκριτική. Αν κάποτε αρνιόταν
επισήμως εξολοκλήρου την ομοφυλοφιλία, τώρα φαινόταν έτοιμη να
διαπραγματευτεί τη μερική έκφρασή της. Και η περίπτωσή του θα γινόταν
ακόμα ευκολότερα αποδεκτή λόγω των κυρίαρχων στερεοτύπων, αφού εδώ και
χρόνια στις σεξουαλικές επαφές του, ιδιαίτερα στο πρωκτικό σεξ, επέλεγε
τον ενεργητικό ρόλο».
Στο τέταρτο ράφι, η ερωτογραφική
δεξιοτεχνία ομοφυλοφιλικών και ετεροφυλοφιλικών σχέσεων. Ο Νικολής
ακολουθεί την πετυχημένη συνταγή της Τόνι Μόρισον η οποία έχει πει σε
συνέντευξή της: Συνήθως θαυμάζω συγγραφείς που γράφουν για το σεξ
λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους. Ειδάλλως, υπάρχει πάντα ο
κίνδυνος να ακουστείς σαν γυναικολόγος. «Από την πολλή έξαψη και
στο ελάχιστο φως από το διάδρομο –δεν άναψε κάποιο φως στην
κρεβατοκάμαρα–, ριχνόταν ο ένας στον άλλο με ένταση που είχαν να ζήσουν
καιρό. Ξύπναγε το κορμί της, εκείνος με το ίδιο αδιόρατο γελάκι σε μάτια
και χείλη απολάμβανε τη στύση του να χώνεται αργά έως σύρριζα μέσα της
κι ύστερα ξανά και ξανά αργά να βγαίνει ολόκληρος έξω, και πάλι, άλλαζαν
στάσεις, ο πυρετός ανέβαινε, την ηλέκτριζαν τα δάχτυλα ή το χνότο του
στο στήθος, στο λαιμό ή στην πλάτη της, ύστερα ούτε κατάλαβε πώς, άνοιξε
τα βλέφαρα, τον είδε στο πλάι του κρεβατιού να χειρονομεί, να μιλάει
αμέσως έπειτα, ξανάκλεισε τα μάτια, γλίστραγε τώρα μέσα της περισσότερο
ερεθισμένος, πιο νευρικός, σαν ένας άλλος, σχεδόν την πόναγε, τώρα
άκουγε συνομιλίες, τον έφερε κι αυτόν στο κρεβάτι, σκέφτηκε, άνοιγε τα
μάτια να το επιβεβαιώσει…» (σελ. 267/8).
Άφησα τελευταίο, ίσως, το πιο σπουδαίο στοιχείο του βιβλίου: τον διάλογο
που ανοίγει με τις Σπουδές Φύλου, αναστατώνοντας την έμφυλη τάξη με
τρόπο αιρετικό. Θα έλεγα πως τα πρόσωπα του μυθιστορήματος του Νικολή –ο
Ηλίας και οι εφήμεροι εραστές του, η Μερόπη, η Νάσια– επιβεβαιώνουν την
ιδέα του μεταμοντέρνου φεμινισμού πως το νόημα του κοινωνικού φύλου
διαρκώς μετατοπίζεται και μετασχηματίζεται σε υβριδικές
υποκειμενικότητες. Ο Ηλίας δεν χωράει σε καλούπια, από αυτά στα οποία με
ευκολία κατηγοριοποιούμε μυθιστορηματικά και μη πρόσωπα. Ωστόσο,
ελάχιστοι γνωρίζουν τον αμφιρρεπή ερωτικό προσανατολισμό του (αν και
υποψιάζονται), καθώς κρύβει επιμελώς την ιδιωτική του ζωή. Είναι πάνω
απ’ όλα ο άνθρωπος (άνδρας, γυναίκα, αδιάφορο) που θέλει να διαθέτει
ελεύθερα το σώμα του, δείχνοντας πόσο ρευστά είναι τελικά τα όρια του
φύλου, ότι το φύλο είναι ενέργημα, που επιτελείται –κατά την Butler–
παραστασιακά στην καθημερινότητά του. Έτσι ο άνδρας και ο ανδρισμός
δηλώνουν ταυτόχρονα τόσο ένα «αρσενικό» σώμα όσο και ένα «θηλυκό», και
το αντίθετο (Butler). Κάποια στιγμή ακούμε τον Ηλία να λέει για τη
σύντροφο της Μερόπης, τη Νάσια, πως είναι περισσότερο άντρας από τους
άντρες που ο ίδιος γνωρίζει. Με άλλα λόγια, για τον Ηλία η ομοιότητα ή η
διαφορά των φύλων δεν είναι αποτυπωμένη στα σώματα, καθώς αμφότερες
συγκροτούνται ιστορικά και όχι βιολογικά. «Ρε, συ Νάσια –μόνο μη με
παρεξηγήσεις, σε παρακαλώ, καμία σχέση με στερεότυπα–, είσαι ο πιο
«άντρας» που κάνω παρέα, το άτομο το πιο καθαρό στα λόγια του. Δεν ξέρω
κανέναν πλέον που, ενώ θέλει να πει κάτι, να μη λέει το ακριβώς αντίθετό
του…» (σελ. 55/6).
Ο Νικολής αναδεικνύεται σε μετρ της λεγόμενης σωματικής γραφής.
Ως τέτοια ονομάζω ένα είδος γραφής που σπάει την ευθύγραμμη λογική
πορεία των πραγμάτων, που κινείται έξω από τα παραδοσιακά συμβατικά
πλαίσια (ρεαλιστική γραφή), με μοχλό το σώμα, και ανασύρει εικόνες
θρυμματισμένες, ασυνεχείς· η γραφή που γράφεται περισσότερο με το σώμα
και λιγότερο με τα λόγια, η γραφή που σε τελική ανάλυση ξυπνά τις
αισθήσεις και διεγείρει σώμα και πνεύμα. Κινήσεις (συχνά αδιόρατες),
βλέμματα, χειρονομίες, επαφές, μυρωδιές, γεύσεις, ήχοι εκφράζουν τα επτά
βασικά συναισθήματα του ανθρώπου, τη χαρά, τη λύπη, τον θυμό, τον φόβο,
τη συγκίνηση, την έκπληξη και την απέχθεια. Οι ήρωες του Νικολή
σωματοποιούν τον ρόλο που υποδύονται σαν τους υποκριτές στο αρχαίο
δράμα. «Έγειρε το κεφάλι, κι αφηρημένος έφερε στο νου τον Γιούρι. Καβάλα
στη μηχανή του. Φορούσε κράνος ή και το κράταγε περασμένο στον αγκώνα,
μάλλον με τη φανέλα και το παντελονάκι του γυμναστηρίου μόνο (έτσι τον
ήθελε στη φαντασία του, η ψύχρα όμως δεν θα του επέτρεπε τόση γύμνια).
Φώτισε το νου του σαν έκλαμψη αστραπιαία η εικόνα: κυρίως η ράχη κι
ύστερα απομονωμένη, γυαλισμένη από τον ιδρώτα η αριστερή περικνημίδα
του…» (σελ. 22).
Βέβαια ο Αρτώ, υπερασπιζόμενος την τέχνη του θεάτρου το είχε θέσει κάπως διαφορετικά: Γνωρίζω καλά πως η γλώσσα της χειρονομίας και της στάσης, ο χορός, η μουσική
είναι λιγότερο ικανές να διευκρινίσουν έναν χαρακτήρα, να αφηγηθούν τις
σκέψεις ενός ατόμου, να εκθέσουν συνειδησιακές καταστάσεις με την
ακρίβεια και την καθαρότητα που θα το κάνει η γλώσσα των λέξεων. Στην
περίπτωση του Νικολή, ωστόσο, η σωματική γραφή συναντά την μπρεχτικού
τύπου «χειρονομία» (gestus) που οδηγεί στην αποστασιοποίηση και
επιτρέπει στον αναγνώστη να αποστασιοποιηθεί συγκινησιακά απέναντι στους
ήρωες του βιβλίου και τελικά να (αυτο)στοχαστεί. «Ο Ηλίας τον άκουγε
αλλά κοίταζε και στα κλεφτά τα δάχτυλα των ποδιών του στις σαγιονάρες,
το μεγάλο στρογγυλούτσικο κι ελαφρά γερμένο προς τα μικρότερα, που κι
εκείνα αρμονικά και λεπτά. (…) Μάζεψε τα δάχτυλα στο πέλμα, καμπύλωσε
τις καμάρες στις πατούσες ελευθερώνοντας τα λουράκια στις σαγιονάρες από
ένα στιγμιαίο ρίγος ντροπής περισσότερο, όμως μόνο στιγμιαίο, ύστερα μ’
ένα δυνατό γέλιο άπλωσε τα πόδια πλεγμένα και τεντωμένα μπροστά και
πλάγια στο τραπέζι όπως καθόταν, κίνηση που ο Ηλίας καταχώριζε στις
–έστω ασύνειδα– προκλητικές» (σελ. 95/6).
Ο θάνατος του μισθοφόρου είναι
ένα σπουδαίο βιβλίο απαιτητικής πεζογραφίας όχι μόνο λόγω της τεχνικής
της γραφής του αλλά και ως προς τον προβληματισμό που εγείρει. Ένα
βιβλίο-ύμνος στο σώμα, με το σώμα της γραφής· για το σώμα που ανήκει
μόνο σε μας, που (απ)ελευθερώνεται, που ερωτεύεται με ή χωρίς σεξουαλική
επιθυμία, που συνουσιάζεται, που πεθαίνει και πεθαίνοντας γίνεται ακόμα
πιο όμορφο, σχεδόν θεϊκό. Θεματικό πλαίσιο είναι βεβαίως η οικογένεια η
παραδοσιακή που δοκιμάζεται ακόμα περισσότερο λόγω της ενσκήψασας
κρίσης αλλά και οι νέου τύπου συμβιώσεις που δειλά δειλά εμφανίζονται
και στην Ελλάδα, παρά τις χρόνιες προκαταλήψεις. Το Ροδακιό για άλλη μια
φορά εκδίδει με τρόπο αψεγάδιαστο ένα βιβλίο: στήσιμο, εξώφυλλο,
επιμέλεια, όλα συνηγορούν στην ποιότητα του βιβλίου.